Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνότης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ1
λίψ2
λίψ3
λιψουρία
λιώδης
λιωργός
λόβιον
λοβός
λογάδην
λογαῖος
λογαοιδικός
λογαριάζω
λογαρίδιον
View word page
λίψ3
λίψ
(C)
· ἐπιθυμία
(cf.
λίπτομαι
)
, πέτρα ἀφ’ ἧς ὕδωρ στάζει
,
Hsch.
ShortDef
south west wind
a stream, libation
[lexical cite]
Debugging
Headword:
λίψ3
Headword (normalized):
λίψ
Headword (normalized/stripped):
λιψ3
IDX:
63680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63681
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίψ</span> (C)<span class="foreign greek">· ἐπιθυμία</span> (cf. <span class="foreign greek">λίπτομαι</span>)<span class="foreign greek">, πέτρα ἀφ’ ἧς ὕδωρ στάζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}