Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιχάζει
λιχανοειδὴς
λιχανός
λιχάς
λιχήν
λιχμάζω
λιχμαίνω
λιχμάς
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνάομαι
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
View word page
λιχμάς
λιχμ-άς·
θρῖναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιχμάς
Headword (normalized):
λιχμάς
Headword (normalized/stripped):
λιχμας
IDX:
63663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63664
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιχμ-άς·</span> <span class="foreign greek">θρῖναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}