Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιτριαῖος
λιτρίζω
λιτρίς
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λίτρον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
λιτρώδης
λιττάς
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιχάζει
λιχανοειδὴς
λιχανός
λιχάς
λιχήν
View word page
λιττάς
λιττάς,
A). v. λισσάς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιττάς
Headword (normalized):
λιττάς
Headword (normalized/stripped):
λιττας
IDX:
63650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιττάς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λισσάς</span> .</div> </div><br><br>'}