Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιτί
λιτόβιος
λιτοβόρος
λιτοδίαιτος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτόϲ
λιτότης
λιτουργέω
λιτουργόν
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτριαῖος
λιτρίζω
λιτρίς
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λίτρον
View word page
λιτουργόν
λιτουργ-όν· κακοῦργον, Hsch. (Cf. λίταργος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιτουργόν
Headword (normalized):
λιτουργόν
Headword (normalized/stripped):
λιτουργον
IDX:
63636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιτουργ-όν·</span> <span class="foreign greek">κακοῦργον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">λίταργος</span>.)</div><br><br>'}