λιτότης
λῑτότης, ητος, ἡ,(λῑτός)
A). plainness, simplicity, κόσμου ; 274 τῶν στεφάνων Fr. 142 ; τὴν λ. διώκουσι ; 2.59 λ. διαίτης Fam. 7.26.2 ; cj. for λεπτότης in Sent.Vat. 63 .
II). Gramm., a figure of speech, assertion by means of understatement (cf. μείωσις) or negation, ad Verg. G. 2.125 , Donat.ad Ter. Hec. 775 .