Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιταργισμός
λίταργος
λιτή
λιτῆρα
λιτί
λιτόβιος
λιτοβόρος
λιτοδίαιτος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτόϲ
λιτότης
λιτουργέω
λιτουργόν
λίτρα
λιτραῖος
View word page
λιτοβόρος
λῑτο-βόρος· εὐτελῶς τραφείς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιτοβόρος
Headword (normalized):
λιτοβόρος
Headword (normalized/stripped):
λιτοβορος
IDX:
63628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῑτο-βόρος·</span> <span class="foreign greek">εὐτελῶς τραφείς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}