Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιταργισμός
λίταργος
λιτή
λιτῆρα
λιτί
λιτόβιος
λιτοβόρος
λιτοδίαιτος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτόϲ
λιτότης
λιτουργέω
λιτουργόν
View word page
λιτί
λῑτί,
A). v. λῖτα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιτί
Headword (normalized):
λιτί
Headword (normalized/stripped):
λιτι
IDX:
63626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῑτί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λῖτα</span> .</div> </div><br><br>'}