Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιταργισμός
λίταργος
λιτή
λιτῆρα
λιτί
λιτόβιος
λιτοβόρος
λιτοδίαιτος
λίτομαι
λιτός
λιτός
λιτόϲ
λιτότης
λιτουργέω
View word page
λιτῆρα
λιτῆρα θαλλόν (= Trag.Adesp. 234 )· τὸν ἱκέσιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιτῆρα
Headword (normalized):
λιτῆρα
Headword (normalized/stripped):
λιτηρα
IDX:
63625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63626
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιτῆρα</span> <span class="foreign greek">θαλλόν</span> (= <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 234 </span>)<span class="foreign greek">· τὸν ἱκέσιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}