Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίσσωμεν
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λιστρῆρες
λίστριον
λίστρον
λιστρόω
λιστρωτός
λίσφος
λισφώσασθαι
λίσχροι
λῖτα
λιτάζομαι
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
View word page
λισφώσασθαι
λισφ-ώσασθαι· ἐλαττώσασθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λισφώσασθαι
Headword (normalized):
λισφώσασθαι
Headword (normalized/stripped):
λισφωσασθαι
IDX:
63610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λισφ-ώσασθαι·</span> <span class="foreign greek">ἐλαττώσασθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}