Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λίσσωμεν
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λιστρῆρες
λίστριον
λίστρον
λιστρόω
λιστρωτός
λίσφος
λισφώσασθαι
λίσχροι
λῖτα
λιτάζομαι
λιταίνω
View word page
λιστρῆρες
λιστρ-ῆρες·
οἱ λιστρεύοντες, καὶ οἱ πρὸς ταῖς ὑποκαιομέναις χύτραις ἱστάμενοι σπινθῆρες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιστρῆρες
Headword (normalized):
λιστρῆρες
Headword (normalized/stripped):
λιστρηρες
IDX:
63604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63605
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιστρ-ῆρες·</span> <span class="foreign greek">οἱ λιστρεύοντες, καὶ οἱ πρὸς ταῖς ὑποκαιομέναις χύτραις ἱστάμενοι σπινθῆρες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}