Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίσῃ
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λίσσωμεν
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λιστρῆρες
λίστριον
λίστρον
λιστρόω
λιστρωτός
λίσφος
λισφώσασθαι
View word page
λίσσωμεν
λίσσωμεν· ἐάσωμεν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίσσωμεν
Headword (normalized):
λίσσωμεν
Headword (normalized/stripped):
λισσωμεν
IDX:
63600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίσσωμεν·</span> <span class="foreign greek">ἐάσωμεν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}