Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάγκυλος
ἀναγλυκαίνω
ἀνάγλυπτος
ἀναγλυφή
ἀνάγλυφος
ἀναγλύφω
ἀναγνάμπτω
ἀναγνεία
ἀνάγνιστος
ἄναγνος
ἀνάγνωμα
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνώρισμα
ἀναγνωρισμός
ἀναγνωριστικός
ἀναγνωσείω
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνωστέον
ἀναγνωστήριον
View word page
ἀνάγνωμα
ἀνάγνωμα,
A). v. ἀνάγνωσμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάγνωμα
Headword (normalized):
ἀνάγνωμα
Headword (normalized/stripped):
αναγνωμα
IDX:
6359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάγνωμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνάγνωσμα.</span> </div> </div><br><br>'}