λισς-ός,
ή,
όν,
A). smooth,
Hom. (only in
Od.),
λισσὴ αἰπεῖάτε εἰς ἅλα πέτρη a
smooth rock running sheer into the sea,
3.293 ;
λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη 5.412 , cf.
10.4 ;
λ. νῆσος A.R. 2.382 ;
λ. δειράδες AP 15.25.11 (
Besant.).
2). poor ( = δεόμενος , Hsch.): hence, insolvent, SIG 527.115 (Dreros, iii B. C.).