Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπόω
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
λίρινος
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς
λίσαι
λισγάριον
λίσῃ
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
View word page
λίσαι
λίσαι,
A). v. λίσσομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίσαι
Headword (normalized):
λίσαι
Headword (normalized/stripped):
λισαι
IDX:
63588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63589
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίσαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λίσσομαι</span> .</div> </div><br><br>'}