Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποφεγγής
λιπόφθογγος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λιπόω
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
λίρινος
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς
λίσαι
View word page
λιπόω
λιπόω, λιπόων,
A). v. λιπάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιπόω
Headword (normalized):
λιπόω
Headword (normalized/stripped):
λιποω
IDX:
63578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63579
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιπόω</span>, <span class="orth greek">λιπόων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λιπάω</span> .</div> </div><br><br>'}