Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιπότακτος
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποφεγγής
λιπόφθογγος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λιπόω
λίπτομαι
View word page
λιποτριχέω
λῐπο-τρῐχέω
,
A).
grow bald
,
Gal.
14.530
.
ShortDef
grow bald
Debugging
Headword:
λιποτριχέω
Headword (normalized):
λιποτριχέω
Headword (normalized/stripped):
λιποτριχεω
IDX:
63569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63570
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπο-τρῐχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow bald</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.530 </span>.</div> </div><br><br>'}