Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιποστρατέω
λιποστρατία
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιπότακτος
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποφεγγής
λιπόφθογγος
λιποψυχέω
λιποψυχία
View word page
λιποτελέω
λῐπο-τελέω,
A). to be in arrears with taxes, IG 9(1).334.14 (Oeanthea, v B.C.).


ShortDef

to be in arrears with taxes

Debugging

Headword:
λιποτελέω
Headword (normalized):
λιποτελέω
Headword (normalized/stripped):
λιποτελεω
IDX:
63566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπο-τελέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in arrears with taxes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 9(1).334.14 </span> (Oeanthea, v B.C.).</div> </div><br><br>'}