Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιπόσαρξ
λιποσθενής
λιποσιτέω
λιπόσκιος
λιποστέφανος
λιποστρατέω
λιποστρατία
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιπότακτος
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
View word page
λιπότακτος
λῐπό-τακτος
,
ὁ
, = foreg.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιπότακτος
Headword (normalized):
λιπότακτος
Headword (normalized/stripped):
λιποτακτος
IDX:
63561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63562
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπό-τακτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}