Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίπορτος
λίπος
λιποσαρκέω
λιποσαρκής
λιποσαρκία
λιπόσαρκος
λιπόσαρξ
λιποσθενής
λιποσιτέω
λιπόσκιος
λιποστέφανος
λιποστρατέω
λιποστρατία
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιπότακτος
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
View word page
λιποστέφανος
λῐπο-στέφᾰνος, ον,
A). falling from the wreath, φύλλα AP 6.71 (Paul. Sil.).


ShortDef

falling from the wreath

Debugging

Headword:
λιποστέφανος
Headword (normalized):
λιποστέφανος
Headword (normalized/stripped):
λιποστεφανος
IDX:
63555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπο-στέφᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">falling from the wreath</span>, <span class="quote greek">φύλλα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.71 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}