Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπόξυλος
λιπόπαις
λιπόπατρις
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λιπόπνοος
λιποπτόλεμος
λιπόπτολις
λιποπωγωνία
λιπόρρινος
λίπορτος
λίπος
λιποσαρκέω
λιποσαρκής
λιποσαρκία
λιπόσαρκος
λιπόσαρξ
λιποσθενής
λιποσιτέω
λιπόσκιος
λιποστέφανος
View word page
λίπορτος
λίπορτος· βακτηρία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίπορτος
Headword (normalized):
λίπορτος
Headword (normalized/stripped):
λιπορτος
IDX:
63545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίπορτος·</span> <span class="foreign greek">βακτηρία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}