Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπόκοπρος
λιποκρέως
λιπόκωπος
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπομορία
λιπόναυς
λιποναύτης
λιποναυτίου
λιπονέως
λιπόνηρος
λιπόξυλος
λιπόπαις
λιπόπατρις
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λιπόπνοος
λιποπτόλεμος
λιπόπτολις
λιποπωγωνία
λιπόρρινος
View word page
λιπόνηρος
λῑ-πόνηρος· λίαν πονηρός, Hsch.; cf. λῖ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιπόνηρος
Headword (normalized):
λιπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
λιπονηρος
IDX:
63534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῑ-πόνηρος·</span> <span class="foreign greek">λίαν πονηρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">λῖ</span>.</div><br><br>'}