Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιποθύμημα
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκοπρος
λιποκρέως
λιπόκωπος
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπομορία
λιπόναυς
λιποναύτης
λιποναυτίου
λιπονέως
λιπόνηρος
λιπόξυλος
λιπόπαις
λιπόπατρις
λιποπάτωρ
λιποπνόη
View word page
λιπομορία
λῐπο-μορία·
δένδρον τὰ ἐκ τοῦ θωρακίου κατεαγός, ἐκ δὲ τῆς ῥίζης φέρον βλαστούς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιπομορία
Headword (normalized):
λιπομορία
Headword (normalized/stripped):
λιπομορια
IDX:
63529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπο-μορία·</span> <span class="foreign greek">δένδρον τὰ ἐκ τοῦ θωρακίου κατεαγός, ἐκ δὲ τῆς ῥίζης φέρον βλαστούς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}