Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίποθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθύμημα
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκοπρος
λιποκρέως
λιπόκωπος
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπομορία
λιπόναυς
λιποναύτης
λιποναυτίου
λιπονέως
λιπόνηρος
λιπόξυλος
λιπόπαις
View word page
λιπόκωπος
λῐπό-κωπος, ον,
A). without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP 6.307 ( Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.


ShortDef

without handle

Debugging

Headword:
λιπόκωπος
Headword (normalized):
λιπόκωπος
Headword (normalized/stripped):
λιποκωπος
IDX:
63526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπό-κωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without handle</span>, <span class="foreign greek">φασγανίδες</span> cj. Toup in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.307 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phan.</span></span>) for <span class="foreign greek">λιποκόπτους</span> or <span class="foreign greek">λιποκόπρους</span>.</div> </div><br><br>'}