Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιποζύγων
λιπόθηλος
λίποθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθύμημα
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκοπρος
λιποκρέως
λιπόκωπος
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπομορία
λιπόναυς
λιποναύτης
λιποναυτίου
λιπονέως
λιπόνηρος
View word page
λιπόκοπρος
λῐπό-κοπρος, λῐπό-κοπτος,
A). v. λιπόκωπος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιπόκοπρος
Headword (normalized):
λιπόκοπρος
Headword (normalized/stripped):
λιποκοπρος
IDX:
63524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπό-κοπρος</span>, <span class="orth greek">λῐπό-κοπτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λιπόκωπος</span> .</div> </div><br><br>'}