Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
λιπογνώμων
λιπογράμματος
λιπόγυιος
λιποδεής
λιποδερμέω
λιπόδερμος
λιποδρανέω
λιποδρανής
λιποζύγων
λιπόθηλος
λίποθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθύμημα
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκοπρος
View word page
λιποζύγων
λῐπο-ζύγων· μοναζόντων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιποζύγων
Headword (normalized):
λιποζύγων
Headword (normalized/stripped):
λιποζυγων
IDX:
63514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπο-ζύγων·</span> <span class="foreign greek">μοναζόντων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}