Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιπόβιοι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
λιπογνώμων
λιπογράμματος
λιπόγυιος
λιποδεής
λιποδερμέω
View word page
λιπόβιοι
λῐπό-βῐοι· νεκροί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιπόβιοι
Headword (normalized):
λιπόβιοι
Headword (normalized/stripped):
λιποβιοι
IDX:
63500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπό-βῐοι·</span> <span class="foreign greek">νεκροί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}