Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιπόβιοι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
View word page
λιπεργάτης
λῐπεργάτης [ᾰ],,
A). unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης .


ShortDef

unemployed labourer

Debugging

Headword:
λιπεργάτης
Headword (normalized):
λιπεργάτης
Headword (normalized/stripped):
λιπεργατης
IDX:
63495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπεργάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unemployed labourer</span> (s.v.l.), v. <span class="ref greek">λιπερνήτης</span> .</div> </div><br><br>'}