Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιπαρία1
λιπαρία2
λιπαριάζω
λιπαρίσχιος
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαροποιέω
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
View word page
λιπαροποιέω
λῐπᾰρο-ποιέω
,
A).
gloss on
καταλιπαίνειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιπαροποιέω
Headword (normalized):
λιπαροποιέω
Headword (normalized/stripped):
λιπαροποιεω
IDX:
63482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63483
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπᾰρο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">καταλιπαίνειν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}