Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιπαντικός
Λιπάρα
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρία1
λιπαρία2
λιπαριάζω
λιπαρίσχιος
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαροποιέω
λιπαρός
λιπαρότης
View word page
λιπαριάζω
λῐπᾰρ-ιάζω
,
A).
gloss on
λιπαίνομαι
,
An.Ox.
2.470
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιπαριάζω
Headword (normalized):
λιπαριάζω
Headword (normalized/stripped):
λιπαριαζω
IDX:
63474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63475
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐπᾰρ-ιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λιπαίνομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.470 </span>.</div> </div><br><br>'}