Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λινυφάριος
λινυφεῖον
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίξ
λίπᾰ
λιπάδελφος
λιπάζω
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λιπανθρωπία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
View word page
λίξ
λίξ·
πλάγιος, καὶ λίθος πλατύς
,
Hsch.
; also,
A).
=
πνευμονία, νόσος
, Id.
λιολεθρίᾳ·
παντελεῖ ὀλέθρῳ
, Id.
λιοπέτριον·
λίθος λεῖος
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λίξ
Headword (normalized):
λίξ
Headword (normalized/stripped):
λιξ
IDX:
63454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63455
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίξ·</span> <span class="foreign greek">πλάγιος, καὶ λίθος πλατύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πνευμονία, νόσος</span> , Id. <span class="orth greek">λιολεθρίᾳ·</span> <span class="foreign greek">παντελεῖ ὀλέθρῳ</span>, Id. <span class="orth greek">λιοπέτριον·</span> <span class="foreign greek">λίθος λεῖος</span>, Id.</div> </div><br><br>'}