Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λινυφάριος
λινυφεῖον
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίξ
λίπᾰ
λιπάδελφος
λιπάζω
λιπαίνω
λιπανδρέω
View word page
λινυφάριος
λῐνῠφ-άριος, ,
A). = λίνυφος , Cod.Just. 11.8.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινυφάριος
Headword (normalized):
λινυφάριος
Headword (normalized/stripped):
λινυφαριος
IDX:
63449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνῠφ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λίνυφος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 11.8.13 </span>.</div> </div><br><br>'}