Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοῦς
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοϋφκός
λινοΰφιον
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λινυφάριος
λινυφεῖον
λίνυφος
View word page
λινοφάντης
λῐνο-φάντης, ου, misspelling for Λινοϋφ-,
A). linen-weaver, UPZ 85.14 (ii B. C.).


ShortDef

linen-weaver

Debugging

Headword:
λινοφάντης
Headword (normalized):
λινοφάντης
Headword (normalized/stripped):
λινοφαντης
IDX:
63441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-φάντης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, misspelling for <span class="foreign greek">Λινοϋφ</span>-, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">linen-weaver</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 85.14 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}