Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοῦς
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοϋφκός
λινοΰφιον
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λινυφάριος
λινυφεῖον
View word page
λινοφακός
λῐνο-φακός, ,
A). flax mixed with lentils, PLille 1.31.14 (iii B. C.).


ShortDef

flax mixed with lentils

Debugging

Headword:
λινοφακός
Headword (normalized):
λινοφακός
Headword (normalized/stripped):
λινοφακος
IDX:
63440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-φακός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flax mixed with lentils,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLille</span> 1.31.14 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}