Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοῦς
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοϋφκός
λινοΰφιον
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λινυφάριος
View word page
λινοῦχος
λῐνοῦχος
,
ον
,
A).
having
or
using nets,
Gloss.
ShortDef
having
Debugging
Headword:
λινοῦχος
Headword (normalized):
λινοῦχος
Headword (normalized/stripped):
λινουχος
IDX:
63439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63440
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνοῦχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">using nets,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}