Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινοτόμοι
λινούγιον
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοῦς
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοϋφκός
λινοΰφιον
λινοῦχος
View word page
λινουλκός
λῐν-ουλκός
,
όν
,(
ἕλκω
)
A).
of spun flax
,
χλαῖνα
Ion Trag.
40
(
λινόκλως
cj. Lobeck).
ShortDef
of spun flax
Debugging
Headword:
λινουλκός
Headword (normalized):
λινουλκός
Headword (normalized/stripped):
λινουλκος
IDX:
63429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63430
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐν-ουλκός</span>, <span class="itype greek">όν</span>,(<span class="etym greek">ἕλκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of spun flax</span>, <span class="foreign greek">χλαῖνα</span> Ion Trag. <span class="bibl"> 40 </span> (<span class="orth greek">λινόκλως</span> cj. Lobeck).</div> </div><br><br>'}