Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναγκαιώδης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστήριος
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκομόναρχος
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
ἀνάγκυλος
ἀναγλυκαίνω
ἀνάγλυπτος
ἀναγλυφή
View word page
ἀναγκομόναρχος
ἀναγκο-μόναρχος
· ὁ
τύραννος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναγκομόναρχος
Headword (normalized):
ἀναγκομόναρχος
Headword (normalized/stripped):
αναγκομοναρχος
IDX:
6342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6343
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγκο-μόναρχος</span> <span class="foreign greek">· ὁ</span> <span class="foreign greek">τύραννος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}