Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινοτόμοι
λινούγιον
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοῦς
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοϋφκός
View word page
λινούγιον
λῐνούγιον, τό, perh. = sq., Sammelb. 7033.40 , al. (v A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινούγιον
Headword (normalized):
λινούγιον
Headword (normalized/stripped):
λινουγιον
IDX:
63427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνούγιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, perh. = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7033.40 </span>, al. (v A.D.).</div><br><br>'}