Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
λινόπτης
λινοπυρος
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
View word page
λινοπώλης
λῐνο-πώλης, ου, ,
A). flax-merchant, Ostr. 45 , al. (i/ii A. D.).


ShortDef

flax-merchant

Debugging

Headword:
λινοπώλης
Headword (normalized):
λινοπώλης
Headword (normalized/stripped):
λινοπωλης
IDX:
63412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flax-merchant,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ostr.</span> 45 </span>, al. (i/ii A. D.).</div> </div><br><br>'}