Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
λινόπτης
λινοπυρος
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
View word page
λινοπυρος
λῐνο-πῡρος
,
ὁ
,
A).
flax mixed with wheat,
PLille
31.13
(iii B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λινοπυρος
Headword (normalized):
λινοπυρος
Headword (normalized/stripped):
λινοπυρος
IDX:
63411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63412
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-πῡρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flax mixed with wheat,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLille</span> 31.13 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}