Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
λινόπτης
λινοπυρος
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
View word page
λινοπτάζει
λινοπτ-άζει·
ἐπιλινεύει, περιβλέπει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λινοπτάζει
Headword (normalized):
λινοπτάζει
Headword (normalized/stripped):
λινοπταζει
IDX:
63406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63407
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λινοπτ-άζει·</span> <span class="foreign greek">ἐπιλινεύει, περιβλέπει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}