Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
λινόπτης
λινοπυρος
λινοπώλης
View word page
λινοπλύνας
λῐνο-πλύνας· τριβεύς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινοπλύνας
Headword (normalized):
λινοπλύνας
Headword (normalized/stripped):
λινοπλυνας
IDX:
63402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-πλύνας·</span> <span class="foreign greek">τριβεύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}