Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
λινόπτης
λινοπυρος
View word page
λινοπλόκος
λῐνο-πλόκος, ,
A). linen-weaver, Ostr.Strassb. 277.3 (ii A. D.).


ShortDef

linen-weaver

Debugging

Headword:
λινοπλόκος
Headword (normalized):
λινοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
λινοπλοκος
IDX:
63401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-πλόκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">linen-weaver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ostr.Strassb.</span> 277.3 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}