Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινοπτέρυξ
View word page
λινόπεπλος
λῐνό-πεπλος, ον,
A). with linen robe, AP 6.231 ( Phil.).


ShortDef

with linen robe

Debugging

Headword:
λινόπεπλος
Headword (normalized):
λινόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
λινοπεπλος
IDX:
63399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνό-πεπλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with linen robe,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.231 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}