Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάζει
View word page
λινοκριθή
λῐνο-κρῑθή, ,
A). flax mixed with barley, PLille 1.38f (iii B. C.).


ShortDef

flax mixed with barley

Debugging

Headword:
λινοκριθή
Headword (normalized):
λινοκριθή
Headword (normalized/stripped):
λινοκριθη
IDX:
63396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-κρῑθή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flax mixed with barley,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLille</span> 1.38f </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}