Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
View word page
λινόκλωστος
λῐνό-κλωστος, ον,
A). spinning flax, ἠλακάτη AP 7.12 .


ShortDef

spinning flax

Debugging

Headword:
λινόκλωστος
Headword (normalized):
λινόκλωστος
Headword (normalized/stripped):
λινοκλωστος
IDX:
63395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνό-κλωστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spinning flax</span>, <span class="quote greek">ἠλακάτη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.12 </span> .</div> </div><br><br>'}