Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
λινοποιός
View word page
λινόκλως
λῐνό-κλως,
A). v. λινουλκός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινόκλως
Headword (normalized):
λινόκλως
Headword (normalized/stripped):
λινοκλως
IDX:
63394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνό-κλως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λινουλκός</span> .</div> </div><br><br>'}