Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινοεργής
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
λινοπλυτής
View word page
λινοκάρυκες
λῐνο-κάρυκες·
οἱ τὰ λινὰ πωλοῦντες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λινοκάρυκες
Headword (normalized):
λινοκάρυκες
Headword (normalized/stripped):
λινοκαρυκες
IDX:
63393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63394
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-κάρυκες·</span> <span class="foreign greek">οἱ τὰ λινὰ πωλοῦντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}