Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινόδρυς
λινοεργής
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλύνας
View word page
λινοκάλαμον
λῐνο-κάλᾰμον
[
κᾰ],
A).
=
λινοκαλάμη
,
PMasp.
116.3
(pl., vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λινοκάλαμον
Headword (normalized):
λινοκάλαμον
Headword (normalized/stripped):
λινοκαλαμον
IDX:
63392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63393
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-κάλᾰμον</span> [<span class="foreign greek">κᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λινοκαλάμη</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 116.3 </span> (pl., vi A. D.).</div> </div><br><br>'}