Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λινόδετος
λινόδρυς
λινοεργής
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
λινοκάρυκες
λινόκλως
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
View word page
λινοκαλαμίς
λῐνο-κᾰλᾰμίς, ίδος, ,
A). = λίνον (i. e. λινόσπερμον), Ps.- Dsc. 2.103 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινοκαλαμίς
Headword (normalized):
λινοκαλαμίς
Headword (normalized/stripped):
λινοκαλαμις
IDX:
63391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνο-κᾰλᾰμίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λίνον</span> (i. e. <span class="foreign greek">λινόσπερμον</span>), Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.103 </span>.</div> </div><br><br>'}