Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λινεύς
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λίνινος
λινίς
λινογενής
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόδρυς
λινοεργής
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθώραξ
λινοκαλάμη
λινοκαλαμίς
λινοκάλαμον
View word page
λινόδρυς
λῐνό-δρῡς
,
υος
,
ἡ
,
A).
=
χαμαίδρυς, χαμαίρωψ
,
Dsc.
3.98
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λινόδρυς
Headword (normalized):
λινόδρυς
Headword (normalized/stripped):
λινοδρυς
IDX:
63382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐνό-δρῡς</span>, <span class="itype greek">υος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χαμαίδρυς, χαμαίρωψ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.98 </span>.</div> </div><br><br>'}